- πολυβλαβής
- -ές, Α1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά3. αυτός που βλάπτεται εύκολα4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβέςκατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλο-βλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.