πολυβλαβής

πολυβλαβής
-ές, Α
1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος
2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά
3. αυτός που βλάπτεται εύκολα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές
κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλο-βλαβής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυβλαβής — very hurtful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβλαβῆ — πολυβλαβής very hurtful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυβλαβής very hurtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυβλαβής very hurtful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβλαβεῖ — πολυβλαβής very hurtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυβλαβής very hurtful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβλαβές — πολυβλαβής very hurtful masc/fem voc sg πολυβλαβής very hurtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”